χηνοπόδι

χηνοπόδι
το тройное разветвление (дорог, рек и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χηνοπόδι" в других словарях:

  • χηνοπόδι — το, Ν 1. σημείο συνάντησης τριών δρόμων ή υδάτινων ρευμάτων 2. σχοινί ή κόμπος που απολήγει σε τρεις κλωστές 3. ονομασία τού φυτού αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήνα + πόδι] …   Dictionary of Greek

  • πολύνευρο — το φυτό που τα φύλλα του έχουν πολλές νευρώσεις, αλλ. πεντάνευρο, χηνοπόδι, ψυλλόχορτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»